- δυσμενέων
- δυσμενέωνbearing ill-willpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)δυσμενήςhostilemasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσμενέοντας — δυσμενέων bearing ill will pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέοντες — δυσμενέων bearing ill will pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέοντι — δυσμενέων bearing ill will pres part act masc dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek